- αφιλόπονος
- ος , ον нетрудолюбивый, ленивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφιλόπονος — ἀφιλόπονος, ον (Α) ο μη φιλόπονος, ο οκνηρός … Dictionary of Greek
ἀφιλόπονον — ἀφιλόπονος disliking work masc/fem acc sg ἀφιλόπονος disliking work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοπονώτερος — ἀφιλόπονος disliking work masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοπόνοις — ἀφιλόπονος disliking work masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφιλοπονία — η [αφιλόπονος] οκνηρία, τεμπελιά … Dictionary of Greek